Οινούσσες

Οι Οινούσσες, είναι ένα μικρό νησιωτικό σύμπλεγμα που βρίσκεται ανάμεσα στη βορειοανατολική άκρη της Χίου και τη μικρασιατική χερσόνησο της Ερυθραίας και δίπλα του υπάρχει το ” φρέαρ των Οινουσσών “, το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου (4.850 μ.). Λέγονται αλλιώς Εγνούσα ή Αιγνούσα και ονομάστηκαν έτσι πιθανότατα από τα καλά κρασιά τους. Η ονομασία Eγνούσα, που χρησιμοποιούν και οι ντόπιοι προέρχεται από το αρχαία όνομα του φυτού λυγαριάς, “άγνος”, που υπάρχει παντού στο νησί. Πρωτάρχισαν να αποκαλούν αυτό το νησί Αιγνούσα επειδή γέμισε από γίδια στα μέσα του 17ου αιώνα κατοικήθηκε από βοσκούς που προέρχονταν από τα Καρδάμυλα. Στις πανέμορφες παραλίες όπου κατακλύζουν το μεγαλύτερο νησί του συμπλέγματος των Οινουσσών, το οποίο βρίσκεται ανατολικά της Χίου, βρίσκεται η πολύ όμορφη Αιγνούσα. Η Αιγνούσα είναι το μόνο νησί που κατοικείται (14 τ. χλμ.). Τα άλλα νησιά του συμπλέγματος είναι ο Πασάς, τα Παναγιά, Γαϊδουρόνησο, Βάτος, Ποντικόνησο, Αρχοντόνησο, Πατερόνησο, Ποντικοκούραδο, Λαιμούδικο, Πρασονήσια. Τα τελευταία είναι δίδυμα, καταπράσινα νησάκια με φάρο. Η Αιγνούσα έχει μια πολύ όμορφη πόλη, στολισμένη με ψηλά παραδοσιακά και πολυτελή σπίτια και καταπράσινες δεντροστοιχίες, που στολίζουν το νησί.
Είναι χτισμένη πάνω σε ένα λόφο και έχει πολύ όμορφα και πεντακάθαρα πλακόστρωτα δρομάκια.
Μετά την Eπανάσταση του 1821 οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να πάνε σε διάφορα μέρη της Eλλάδας και επέστρεψαν πια το 1827 όπου άρχισαν να επιβάλλονται δυσβάσταχτοι φόροι από τους Tούρκους, γι’ αυτό και οι κάτοικοι του νησιού δημιούργησαν μια πρώτη εφοπλιστική δύναμη στρεφόμενοι προς τη θάλασσα. Απελευθερώθηκαν από τους Tούρκους μαζί με τη Xίο το 1912 . Κατά τη διάρκεια του Β’παγκοσμίου πολέμου είχαν την τύχη της Xίου και απελευθερώθηκαν μαζί της το 1944.
Σήμερα κατοικείται από περίπου 800 κατοίκους οι οποίοι ασχολούνται κυρίως με τη ναυτιλία. Η Αιγνούσα είναι η πατρίδα μερικών από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές της γης, που το χειμώνα ζουν στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη καθώς και των φημισμένων οικογενειών Λαιμού, Πατέρα και Χατζηπατέρα.
Από κάτω βρίσκεται το λιμάνι, το οποίο είναι και το κέντρο της ζωής των κατοίκων του νησιού και κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών γεμίζει από τα καράβια των ξενιτεμένων Αιγνουσών, που έρχονται εδώ να παραθερίσουν, και να συναντηθούν με τα οικεία τους πρόσωπα. Τέλος, οι πλαζ Φαρκερού, Φασόλι, Ζεμπαγάς, Μπιλάλι, Κάστρο, Χατζηβαλής είναι ιδανικές για κολύμβηση.
Το νησί διαθέτει το εντυπωσιακό Ναυτικό Μουσείο το οποίο ιδρύθηκε το 1991 από το Νικόλαο Σπ. Λαιμό και αντικατέστησε το παλαιότερο. Ανάμεσα στα εκθέματα περιλαμβάνονται και μοντέλα πλοίων που κατασκευάστηκαν από Γάλλους, που είχαν αιχμαλωτιστεί από τους Βρετανούς την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων. Επίσης υπάρχουν ναυτικά όργανα, εργαλεία καραβομαραγκών, παλιές φωτογραφίες, πίνακες ζωγραφικής του Χιώτη ζωγράφου Αριστείδη Γλύκα, συλλογή όπλων του 18ου και 19ου αιώνα και γλυπτά της Γεωμετρικής Εποχής.
Στο κέντρο της πόλης βρίσκεται η όμορφη εκκλησία του Αγίου Νικολάου με τα πολλά αφιερώματα, τριγυρισμένη από τα παραδοσιακά σπίτια που αποτελεί το στολίδι και καμάρι των κατοίκων του νησιού.

 

Η Ιστορία Του Νησιού

 

 

Το όνομα της νησιώτικης συστάδας είναι αρχαίο. Το αναφέρουν ο Εκαταίος (545-475 π. Χ.), ο Ηρόδοτος που τις έλεγε Οινουσσαίες (484-410 π. Χ.) και ο Θουκυδίδης (470-395 π. Χ.). Τα νησιά ήταν ακατοίκητα αλλά ταυτόχρονα ιδιοκτησία των κατοίκων της Χίου από παλιά. Αναφέρεται μάλιστα ότι, όταν οι κάτοικοι της μικρασιατικής Φώκαιας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, καθώς την πόλη τους κατέλαβαν οι Πέρσες (540 π. Χ.), ζήτησαν από τους Χιώτες να τους πουλήσουν τις Οινούσσες για να εγκατασταθούν εκεί. Οι Χιώτες δεν τις πούλησαν, επειδή φοβήθηκαν να έχουν τόσο κοντινό ανταγωνιστή στις θάλασσες. Έτσι, οι Φωκαείς αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν στη μακρινή Κορσική.

 

Τα νησιά παρέμειναν ακατοίκητα ως τα τέλη του 18ου μ. Χ. αιώνα, όταν τα αποίκησαν κάτοικοι από τα Καρδάμυλα της Χίου. Έφυγαν όλοι στην Άνδρο, την Εύβοια και την Πελοπόννησο, μόλις ξέσπασε η επανάσταση του 1821. Τα νησιά ήταν ξεμοναχιασμένα και ταυτόχρονα κοντά στην Κωνσταντινούπολη και τα νέα από εκεί δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά.

 

Την 1η Μαρτίου έφθασε στην Υψηλή Πύλη η είδηση ότι στις παραδουνάβιες ηγεμονίες είχε ξεσπάσει επανάσταση με αρχικό τον υπασπιστή του τσάρου Αλέξανδρου Α’, στρατηγό Αλέξανδρο Υψηλάντη. Αντιδρώντας, ο σουλτάνος Μαχμούτ ετοίμαζε θρησκευτικό πόλεμο, φανατίζοντας τους Τούρκους. Προγραμμάτισε γενική σφαγή των χριστιανών.

 

Όμως, ο ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός των Οθωμανών, ο σεϊχ-ουλ-ισλάμ Χατζή Χαλίλ αφέντης, αρνήθηκε να υπογράψει τον φετφά. Την ίδια ώρα, 49 Φαναριώτες, που κατείχαν ανώτατες θέσεις, υπέγραψαν κοινή δήλωση ότι  “το γένος αγνοεί την επαναστατική εταιρεία”. Στις 23 Μαρτίου, διαβιβάστηκε στις εκκλησιές αμνηστία του σουλτάνου προς τους επαναστάτες με την προϋπόθεση ότι θα κατέθεταν τα όπλα και τον αφορισμό του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το Ορθόδοξο Πατριαρχείο.

 

Ο αφορισμός υπογράφηκε με τη σκέψη ότι έτσι θα γλίτωναν οι Έλληνες της Πόλης. Όμως από τις 24 Μαρτίου, οι Τούρκοι άρχισαν να δολοφονούν όποιον είχε ίδιο όνομα με κάποιον επαναστάτη.

 

Η δολοφονία του πατριάρχη

 

Ο Γεώργιος Αγγελόπουλος γεννήθηκε το 1749, στη Δημητσάνα. Στα 1775, χειροτονήθηκε αρχιδιάκονος και στα 1785 μητροπολίτης Σμύρνης με το όνομα Γρηγόριος. Ήταν 48 χρονών όταν το 1797, εκλέχτηκε πατριάρχης με το όνομα Γρηγόριος ο 5ος. Αμέσως ξεκίνησε σταυροφορία για να τονώσει το θρησκευτικό συναίσθημα και προσπάθησε να εκδώσει λεξικό με τίτλο “Κιβωτός της ελληνικής γλώσσης”. Όμως, προκάλεσε τις υποψίες των Τούρκων που τον καθαίρεσαν και τον εξόρισαν στο Άγιο Όρος. Τον επανέφεραν το 1806 και τον καθαίρεσαν πάλι το 1808. Έμεινε δέκα χρόνια στο Άγιο Όρος και, κατά κάποιες μαρτυρίες, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο στα 1818.

 

Τα πράγματα είχαν αγριέψει από τις 31 Μαρτίου, όταν στην Κωνσταντινούπολη έφθασε η είδηση ότι ξεσηκώθηκαν κι ο Μοριάς και η Ρούμελη. Ο σουλτάνος πίστεψε πως πατριαρχείο και Φανάρι τον κορόιδευαν. Άφησε να ξεχυθούν οι ορδές των Τούρκων στους δρόμους και να σφάζουν όποιον Έλληνα έβρισκαν μπροστά τους. Στις 4 του Απρίλη του 1821, συνέλαβε τον Μέγα Διερμηνέα της Πύλης Κωνσταντίνο Μουρούζη. Αυτός άρχισε να τον καταριέται φωνάζοντας : ” Σουλτάνε αιμοβόρε. Σουλτάνε άδικε. Σουλτάνε άθλιε …”.

 

Τον αποκεφάλισαν αμέσως. Ακολούθησε ο αποκεφαλισμός του αδερφού του Νικόλαου Μουρούζη, μεγάλου διερμηνέα του στόλου. Μέσα στη βδομάδα, πάμπολλοι Έλληνες τιτλούχοι εκτελέστηκαν. Η έξοδος από την Πόλη απαγορεύτηκε. Ως το μεγάλο Σάββατο, 9 του Απρίλη, δεν πείραζαν τους ιερωμένους. Στις 10 ανήμερα του Πάσχα, ο νέος και πιστός στο σουλτάνο Μέγας Διερμηνέας Σταυράκης Αριστάρχης επισκέφθηκε τον Γρηγόριο και του ανακοίνωσε ότι καθαιρείται και εξορίζεται, για τρίτη φορά.

 

Ο Γρηγόριος βγήκε στον δρόμο όπου τον περίμεναν περίπου 50 Τούρκοι που τον οδήγησαν στο λιμάνι. Εκεί, τον έβαλαν σε μία βάρκα και τον πήγαν στη φυλακή. Την ίδια μέρα, πατριάρχης ανέλαβε ο μητροπολίτης Πισιδίας Ευγένιος, που έμελλε να πεθάνει τον επόμενο χρόνο. Μετά την τελετή, οι Τούρκοι μεταφέρανε τον Γρηγόριο πίσω στο πατριαρχείο. Τον κρέμασαν στη μεσαία πύλη και τον άφησαν εκεί τρεις μέρες. Στις 13, ξεκρέμασαν το πτώμα του και το έριξαν στη θάλασσα, να το φάνε τα ψάρια. Όμως, αυτό βγήκε στην επιφάνεια. Τρεις μέρες αργότερα, οι άνδρες ενός ελληνικού εμπορικού πλοίου με ρωσική σημαία το είδαν να πλέει.

 

Το ανέσυραν και το μετέφεραν στην Οδησσό όπου έφθασαν στις 11 Μαΐου. Η σορός του πατριάρχη έμενε άταφη, εκτεθειμένη σε λαϊκό προσκύνημα. Ο τσάρος Αλέξανδρος διέταξε να ταφεί με τιμές. Η κηδεία του έγινε στις 17 Ιουνίου του 1821. Εξήντα χρόνια αργότερα, στα 1871, τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και αποτέθηκαν σε τύμβο, στον μητροπολιτικό ναό.

 

Στις 10 Απριλίου του 1921, εκατό χρόνια μετά το θάνατό του, η εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο. Όμως, στα 1821, η τουρκική αγριότητα δεν έμεινε αναπάντητη.

 

Η σφαγή του Σεϊχ-ουλ-ισλάμ

 

Τα νέα για την δολοφονία του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη της ορθοδοξίας κατατάραξαν τον Ελληνισμό και το αίσθημα της εκδίκησης ατσάλωσε τους μαχητές. Στα τέλη Απριλίου, ο ελληνικός στόλος βρισκόταν στη θέση ” του Πασά η Βρύση ”  στα δυτικά λίγο έξω από την περιοχή Δασκαλόπετρα στη Χίο. Στις 28 ή 29 του μήνα, μια τουρκική νηοπομπή βγήκε από τον Ελλήσποντο, μεταφέροντας μουσουλμάνους προσκυνητές στη Μέκκα.

 

Ένα από αυτά τα πλοία αιχμαλωτίστηκε από πλοίο με Ψαριανούς που κατέβασαν τους επιβάτες στη μικρασιατική ακτή και κράτησαν το πλοίο με τις αποσκευές. Ένα δεύτερο πλοίο αιχμαλωτίστηκε στις Οινούσσες από τους Υδραίους πλοιάρχους Πινότση και Σταχτούρη.

 

Ο πρώην πια εξαιτίας της άρνησής του να υπογράψει τον φετφά για την σφαγή των χριστιανών σεϊχ-ουλ-ισλάμ Χατζή Χαλίλ αφέντης βρισκόταν μέσα σε αυτό μαζί με το χαρέμι του και την πεντάμορφη 15χρονη κόρη του. Είχε μαζί του πολύτιμα αντικείμενα ανυπολόγιστης αξίας, αλλά ως δώρα στον Μοχάμετ Αλή, ηγεμόνα της Αιγύπτου και, άλλα για να αφιερώσει στη Μέκκα. Οι ναύτες τον αναγνώρισαν. Αγνοούσαν ότι είχε φερθεί έντιμα, αγνοούσαν και ότι είχε πια καθαιρεθεί από τον ίδιο τον σουλτάνο. Το μόνο που γνώριζαν ήταν ότι ο ανώτατος ορθόδοξος θρησκευτικός ηγέτης είχε απάνθρωπα δολοφονηθεί από μουσουλμάνους. Και αυτοί είχαν μπροστά τους τον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων. Τον έσφαξαν επιτόπου.

 

Σφάχτηκαν και όλοι οι άλλοι Τούρκοι (και οι γυναίκες) που βρίσκονταν στο πλοίο, παρά την προσπάθεια των δύο πλοιάρχων να τηρηθούν τα νόμιμα και να αποβιβαστούν οι επιβάτες στην ακτή, όπως έγινε και με εκείνους του πλοίου που αιχμαλώτισαν οι Ψαριανοί. Με την ευκαιρία, μοιράστηκαν τον θησαυρό και αγκυροβόλησαν μακριά από τα άλλα πλοία του ελληνικού στόλου, προφανώς για να μην ελεγχθούν, καθώς η πολεμική λεία έπρεπε να μοιράζεται σε όλους, με ένα μεγάλο τμήμα της να πηγαίνει στο εθνικό ταμείο για τις ανάγκες του Αγώνα.

 

Οπωσδήποτε, η σφαγή του πρώην σεϊχ-ουλ-ισλάμ μαθεύτηκε και έγινε αντικείμενο σπουδαίας εκμετάλλευσης από τους Οθωμανούς αλλά και από τους πρεσβευτές των Ευρωπαίων στην Κωνσταντινούπολη. Και ούτε λίγο ούτε πολύ, η σφαγή στις Οινούσσες ειπώθηκε ότι ήταν η αιτία του απαγχονισμού του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ ως αντίποινα. Χρειάστηκαν χρόνια, ώσπου οι ανά την Ευρώπη Έλληνες να πείσουν τους Ευρωπαίους ότι είχε συμβεί ακριβώς το αντίθετο.

 

Στα ίδια χρόνια, όσοι είχαν φύγει από τις Οινούσσες, επέστρεψαν. Στα 1912 εντάχθηκαν στην ελληνική επικράτεια. Η ελληνική διοίκηση εγκατέστησε εκεί αστυνομικό και τελωνειακό σταθμό καθώς και πλήρες δημοτικό σχολείο.